- σπόντα
- η, Ν1. το εσωτερικό πλευρό τού σφαιριστηρίου, τού μπιλιάρδου2. υπαινιγμός, συν. καυστικός3. φρ. α) «καραμπόλα από σπόντα» — καραμπόλα όχι με βολή απευθείας αλλά με γωνία που έχει ως κορυφή ένα σημείο τών πλευρών τού σφαιριστηρίουβ) «από σπόντα»μτφ. i) έμμεσα, πλαγίως («μού τό είπε από σπόντα»)ii) τυχαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sponda «χείλος γέφυρας, παραπέτο»].
Dictionary of Greek. 2013.